- χαμπαριάζω
- χαμπαριάζω, χαμπάριασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χαμπαρίζω — και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι] 1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι 2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;») 3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε») 4. λαμβάνω ὑπ όψιν μου, υπολογίζω … Dictionary of Greek
χαμπαρίζω — χαμπαρίζω, χαμπάρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. χαμπαριάζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής